αγριόμελο

Όταν ήμουνα μιτσός, θαύμαζα το χρώμα και τη διαύγεια του αγριόμελου. Πολλά τα δέντρα που το έβγαζαν, όμως, σαν της μπουρνελιάς, σκληρό και διαυγές, κανένα δεν ήταν. Ολημερίς κυνηγούσα να τό' βρω για να φτιάξω κόλλα...
...όνειρα θερινής νυκτός οι σκέψεις του/της παιδός....
 
Τούτο το 'αγριόμελο' δεν είναι άλλο από το κεχριμπάρι (τουρκική kehribar < περσική kahrubā), από τη φυσική εκείνη ρυτίνη (<ρετσίνι), απ' την οποία κατασκεύαζαν παλιότερα βερνίκια και κόλλες, αλλά και το χρησιμοποιούσαν και οι βιολιτζίδες: στο δοξάρι βάνανε τρίχες από άλογο ή από ...... (ακακία) και τις περνούσαν με το ρετσίνι.
Στην αγιογραφία και την επιπλοποιία, φτιάχνανε απ' αυτό τη γομαλάκα (προσοχή στην ορθογραφία!), δηλ. γόμα (<κόμι) λάκα (= που προκαλούσε γυαλιστερή επιφάνεια) και λουστράρανε τσου κομούς και βερνικάρανε το ασήμι που έπαιρνε χρώμα χρυσαφί.