Κουτσούλοι, κύριοι κουτσούλοι ...

Του Παντοκρατόρου... 
Όταν ο γέρος -τότε- πατέρας μου ρωτούσε την υπέργηρη μητέρα του και νόνα μου, τι γιορτάζαμε, τούτη απαντούσε πεισματικά "του Παντοκρατόρου". 
"Όχι ρε, μάνα", της έλεγε αυτός. "Σήμερα γιορτάζουμε τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος.". 
"Α, Ναι, παιδί μου." του έλεγε αυτή συγκατανεύοντας. 
"Τι γιορτάζουμε λοιπόν, σήμερα, μάνα;
"Του Παντοκρατόρου παιδί μου."
"Δεν είπαμε, βρε μάνα, ότι σήμερα γιορτάζουμε τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος;
"Ναι, παιδί μου, το ξέχασα... τη Μεταμόρφωση...
"Λοιπόν, τι γιορτάζουμε σήμερα;
"Γιορτάζουμε...
"Ναι...
"...τη Μεταμόρφωση...
"Ναι...
"...του Παντοκρατόρου...

... 

Ως γνωστόν, του Παντοκρατόρου πανηγυρίζουνε στο νησί των Κορυφών όλοι οι ναοί που είναι αφιερωμένοι στον Παντοκράτορα, από τον Υψηλόνε, στην κορυφή του ομώνυμου όρους, μέχρι το Παντοκρατορέλι, στο Ποντικονήσι. 
Κατά το πάλαι ποτέ έθιμο, κόσμος πολύς κι αθρώποι λίγοι, οδεύανε από την 1η τ' Αυγούστου προς τον Παντοκράτορα τον Υψηλόνε. Παλιότερα, με τα πόδια, περπατώντας μια-δυο μέρες ή με το κάρο ή λίγο αργότερα με κάνα αμάξι. Στην μόλις προ ΔΝΤ εποχή με το ΙΧ, εξ ού και το απίθανο μποτιλιάρισμα στην κορυφή του βουνού. 
Μάλιστα, την εποχή του εμφυλίου, για να πάει κανείς στον Παντοκράτορα χρειαζόταν την έγκριση του  Σταθμού Χωροφυλακής Σκριπερού ! Κάθε εποχή έχει τα δικά της. 

Εφέτος τα πεθερικά μου, όπως κάθε χρόνο, επήγανε στον Υψηλόνε. Κινήσανε μες τσι 6 τα χαράματα και λάου-λάου αριβάρανε. Εκάτσανε στη λουτργουγιά κι απολούτρουγα ήπιανε τον καφέ τους παπάρα μ' άρτο, κι εκάμανε και τα ψώνια τους: μέτρες για τα παιδιά, κάνα φακό για τον πεθερό μου, γιατί ο προηγούμενος απωλέσθη στο σκότος, ένα βέντουλο για την πεθερά μου, γιατί το τελευταίο διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη από το δριμύ βεντουλάρισμα, κάνα λικούμι για το σπίτι, τότσο χαλβά σαπουνέ για συγγενείς και σκύλους κ.λπ., κ.λπ. 
Εφέτος όμως, υπήρξε και νεωτερισμός τις! Δεν ξέρω αν είναι σημαδιακό, αλλά η πεθερά μου, σε εκδήλωση προφανούς συμπάθειας προς το άτομόν μου, γεμάτη χαρά μου ενεχείρισε (το τονίζω αυτό) ένα πλαστικό σακίδιο, πλήρες του σπανιοτάτου και κατεξοχήν πανηγυριτζίδικου γλυκίσματος, τουτέστιν, πλήρες κουτσούλων... πιπεράτων! 

...

Θυμάμαι μικρός σαν ήμουνα, 4-5 χρονών, σ' ένα άλλο πανηγύρι, με ρωτούσε ο μακαριστός Πολύκαρπος το όνομα του εδέσματος. Κι απαντούσα επιφυλακτικά "πιπεράτοι". Τούτος όμως, επέμενε για να δει το σημείο συστολής μου. Τελικά, δεν με πτόησε, ακόμη κι όταν έβαλε μέσο τον πατέρα μου. 
"Κουτσούλοι, κύριοι, κουτσούλοι ..." (το κόμμα δεν είναι υποχρεωτικά στη σωστή θέση) εφώναζε ένας πραματσούλης στο πανηγύρι των Αγίων Πάντων τσου Σιναράδες. "Τσού καμα εψές το βράδυ, αφού απόφαγα..." διαφήμιζε. Κι οι περί αυτόν γελάγανε κι εκάνανε χωρατά. 

... 

Στην εποχή της ένδοιας σκέψεων και πράξεων, στη μετά ΔΝΤ εποχή, την τόσο σκληρή για τους αδύναμους και την τόσο αδιάφορη για τους ισχυρούς, οι κουτσούλοι θα μπορούσαν να είναι το μεταφορικό φαγητό μας: ηδεία η πρώτη γεύση, μα η επίγευση καίει... κάπως έτσι είναι και η σημερινή μας επίγευση. Γευθήκαμε τους κουτσούλους των άλλων, σα ζήτουλες. Ήταν ηδύς ο πρώτος καιρός, όσο διαρκούσε η γεύση της ευζωίας, μα τώρα που ήρθε η επίγευση η καούρικια, δεν μας πολυαρέσει... 
Το κακό είναι ότι τη σήμερον ημέρα πληρώνουμε ακόμη και για τσου κουτσούλους...