Τ' αγγούρι του μονάρχη

Πριν από 40 και βάλε χρόνια, κάπου κει στη Λαϊκή, εψιώνιζε κι ένας από το Σταυρό. Επήρε διάφορα πράματα, επήρε και μια αγγουριά. Τα χρόνια επεράσανε και κάθε καλοκαίρι επορευότανε και δροσιζότανε και πολύ του άρεσε. Σε μια κηδεία (ξωθιού μας !), τσ' Άη Δέκα (ξωθιού μας - καλά πλάκα κάνω, γιατί αν διαβάσει ετούτη τη γραφή κάνας Αγιοκαΐτης...εκάηκα)  επιάκανε την κουβέντα για τα εγκόσμια και τα όξ' από δω εκείνος εκεί ο Σταυριώτης με το γιο εκεινού του αθρώπου οπού του είχε πουλήσει, χάλευε πότε, την αγγουριά. Κουβέντα στην κουβέντα, από τα μακάβρια επεράσανε στ' αγγούρια τα δροσιστικά. Το αποτέλεσμα είναι ότι εκεινού οπού την είχε πουλήσει, τού' χε 'ξαφανιστεί και δεν τού' χε μείνει μήτε σπόρος, ενώ εκεινού του Σταυριώτη, όλο και αβγάταινε. Έτσι, επετάχτηκε ένα 'ομέντο μέχρι το Σταυρό και του έφερε 3-4 φυτά για να πορευτεί.
Πάω κι εγώ σ' ένα γειτονικό χωριό πριν από κάνα μήνα κι ακούω την ιστορία και βλέπω και την αγγουριά. Κι ομολογώ πως εθαύμασα για τη δύναμη της φύσης και τα παιχνίδα της τύχης.
Μια απ' αυτές τσι αγγουριές μού δωσε κι εμένα ο μονάρχης και την έβαλα σε μέρος σκιερό και ηλιόλουστο (τώρα πώς γίνεται αυτό, είναι άλλη ιστορία), γιατί παρατήρησα πως ο πεθερός μου πού 'ναι ογδοήντα δύο χρονώ, το καλοκαίρι τσου βάνει κάτι ομπρέλες που 'χει τσουρνέψει και βγαίνουνε δροσερά-δροσερά και δεν τα καίει ο ήγιος.






Το αποτέλεσμα επί της οθόνης...


Γλωσσάρι:
Λαϊκή: η Λαϊκή Αγορά. Παλιά βρισκότανε εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Πλατεία Σαρόκο.
Σταυριώτης: κάτοικος του χωριού Σταυρός.
ξοθιού μας: ας είναι μακριά από μας (ευχή).
Αγιοκαΐτης: κάτοικος του χωριού των Αγίων Δέκα.
όξ' από δω: έξω από εδώ. Διαταγή στον ακατονόμαστο (διάβολο) να φύγει από το μέρος που βρισκόμαστε.
αθρώπου: ανθρώπου.
χάλευε: ψάχνε.
'ομέντο: μομέντο (<momento), στιγμή (χρονική).
τσουρνεύω: πηγαίνω βόλτα και μου δίνουν ή αποσπώ αδέσποτα πράγματα (πρβλ. turne).
μονάρχης: πίσω από τον αναγραμματισμό κρύβεται το αξίωμα. Ο αναγραμματισμός γίνεται χάριν παδιάς και δεν υποκρύπτει οτιδήποτε άλλο, τουναντίον μάλιστα.
ήγιος: ήλιος. Σε πολλές λέξεις (π.χ. μποτίγια, ποντίγιο) το λ, όταν ακολουθεί ι, προφέρεται μεταξύ γ και λ (σημειώνεται ως ανεστραμμένο λ), πιθανόν από επιρροές των εκδιωχθέντων από την Ιερά Εξέταση Εβραίων από την Ισπανία και την Πορτογαλία, που κατέληξαν στο νησί από τα τέλη του 15ου αι.